νεγκούς

νεγκούς
ο
άκλ. τίτλος τών βασιλέων τής Αβησσυνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμχαρικό negūs < αιθιοπικό negusa «βασιλιάς τών βασιλέων»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Θεόδωρος Β’ — (Tewodros II, 1818 – Μάγδαλα 1868). Βασιλιάς της Αιθιοπίας (1855 68). Γόνος ταπεινής οικογένειας, ο Λιγκ Kάσα (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα) απέκτησε γρήγορα τη φήμη γενναίου πολεμιστή. Mετά τον θάνατο του θείου του, κυβερνήτη των επαρχιών… …   Dictionary of Greek

  • Γκοντάρ — (Gondar). Πόλη (142.100 κάτ. το 2002) της Αιθιοπίας. Αρχικά ήταν ένα ασήμαντο χωριό, απέκτησε όμως μεγάλη σπουδαιότητα στο πρώτο μισό του 17ου αι., όταν ο νεγκούς Φασιλαντάς (1632 1667) την επέλεξε ως νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Κοβιλάο, Πέρο ντε- ή Κοβιλάμ, Πέντρο ντε- — (Pero de Covilhao Pedro de Covilham, Κοβίλια Πορτογαλίας, περ. 1450 – Αιθιοπία, περ. 1530). Πορτογάλος εξερευνητής. Το 1487 ο βασιλιάς της Πορτογαλίας, Ιωάννης, του ανέθεσε την αποστολή να παρακάμψει το νότιο τμήμα της Αφρικής και να φτάσει μέσω… …   Dictionary of Greek

  • Ρεμπό, Αρτίρ — (Rimbaud, Σαρλβίλ, Αρδένες 1854 – Μασαλία 1891). Γάλλος ποιητής. Ο πόθος της ελευθερίας και η τραγική ανησυχία που θα κυριαρχούσαν στην ποιητική εμπειρία και στη ζωή του προαναγγέλθηκαν πολύ πρώιμα. Το 1870 δημοσίευσε σε ένα περιοδικό την πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • Σβιατοσλάβος — Ρώσος ηγεμόνας, πρίγκιπας του Κιέβου γιος του ηγεμόνα Ιγκόρ (943 972). Συμμάχησε το 665 με το Νικηφόρο Φωκά και το 697 επιτέθηκε ενάντια στους Βούλγαρους τους οποίους νίκησε και κατέλαβε τη χώρα τους. Το 969 επιτέθηκε πάλι στους Βούλγαρους και… …   Dictionary of Greek

  • Στάνλεϋ, σερ Χένρυ Μόρτον — (Stanley). Βρετανός δημοσιογράφος και εξερευνητής (Ντενμπάι 1840 Λονδίνο 1901). Το πραγματικό του όνομα ήταν Τζέιμς Ρόουλαντς, αλλά πήρε το όνομα του θετού πατέρα του, ενός έμπορου της Λουιζιάνας, ο οποίος ανάλαβε το παιδί, που είχε δραπετεύσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”